ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

Εισαγωγικό σημείωμα στο David Cayley, Πανδημικές αποκαλύψεις
(Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2021)

 

Είναι δυνατόν μια επιδημία γρίπης, οσοδήποτε σοβαρή, να αλλάξει το παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς – όσο δεν το άλλαξαν φοβερές θεομηνίες όπως η πανώλη και η χολέρα στο παρελθόν, κι εξακολουθητικές μάστιγες όπως η ελονοσία και η φυματίωση στις οποίες η ανθρωπότητα πληρώνει ακόμα τίμημα εκατομμυρίων θυμάτων κάθε χρόνο; Αυτό είναι το ερώτημα που θα έπρεπε πριν απ’ οτιδήποτε άλλο να θέσουμε τούτη τη στιγμή, και όμως η κοινή λογική μοιάζει να έχει αδιανόητα παγώσει… Αν το θέταμε, εν πάση περιπτώσει, θα γινόταν αμέσως αντιληπτή μια παράλογη αναντιστοιχία της πολιτικής αντιμετώπισης με τα «σκληρά» επιδημιολογικά δεδομένα· και τότε μία μόνο εξήγηση θα έμενε: ότι οι αλλαγές αυτές έχουν άλλα αίτια, ότι ήταν ενδεχομένως δρομολογημένες νωρίτερα και ότι η εμφάνιση μιας επιδημίας —συμπτωματικά του λεγόμενου SARS-CoV-2, όπως οιασδήποτε άλλης ίωσης αυτής της τάξεως, του είδους που επανειλημμένα είχαμε τα πρόσφατα χρόνια— ήταν η αναμενόμενη πρόφαση για να εφαρμοστούν ή να επιταχυνθούν.

Αυτή η απλή συλλογιστική δεν είναι διόλου ανορθολογική, ούτε απαιτεί υπέρογκη φιλοσοφική εκλέπτυνση πέραν των δυνατοτήτων τού μέσου σκεπτόμενου ανθρώπου· είναι εντυπωσιακό όμως πόσο μικρή μερίδα τής παγκόσμιας διανόησης εμφανίστηκε έτοιμη να την ακολουθήσει. Αυτό μεγεθύνει κατά κάποιον τρόπο την αξία εκείνων των λίγων που έκαναν το απλώς αυτονόητο – και ανάμεσά τους, ανάμεσα στους πρώτους που αντέδρασαν δημοσίως με πολιτικό σκεπτικό στην παγκόσμια επιβολή μιας κατάστασης πολιορκίας εν καιρώ ειρήνης, ήταν ο Giorgio Agamben και ο  David Cayley. Και αν ο Αγκάμπεν είναι παγκοσμίως γνωστός σαν ένας από τους τελευταίους φιλοσόφους που δεν φέρει απλώς ειρωνικά τον τίτλο, ο Cayley χρειάζεται μάλλον σύσταση στο ευρύτερο κοινό.

Ο David Cayley (γεν. 1946) είναι καναδός συγγραφέας και ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός με έδρα το Τορόντο, γνωστός ιδιαίτερα για τη σειρά των εκπομπών του «Ιδέες» στο CBC Radio One, με κατά καιρούς προσκεκλημένους εξέχοντες φιλοσόφους και διανοητές τής εποχής (Ιβάν Ίλλιτς, Νόρθορπ Φράυ, Τζωρτζ Γκραντ, Ρενέ Ζιράρ, Μπρούνο Λατούρ, κ.ά.). Επηρεασμένος βαθιά από τη σκέψη τού Ιβάν Ίλλιτς, έχει αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος τής προσωπικής του δουλειάς στην καταγραφή και δημοσίευση του έργου του. Είναι επίσης συγγραφέας αρκετών βιβλίων συναφούς προβληματισμού, και διατηρεί δικτυακό τόπο όπου στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς ανάρτησε τα δύο κείμενα που παρουσιάζουμε σε αυτόν τον τόμο.1

Ο Αγκάμπεν αναδημοσίευσε αμέσως στον δικό του δικτυακό τόπο το πρώτο άρθρο τού Cayley, και ο Cayley συνομιλεί στο τέλος τού δεύτερου άρθρου του με τις θέσεις τού Αγκάμπεν. Όμως η φιγούρα που στοιχειώνει προπάντων αυτή τη συζήτηση είναι η μεγάλη φιγούρα τού Ιβάν Ίλλιτς, πνευματικού μέντορα του Cayley: είναι η δεύτερη, σκιώδης φωνή που ακούγεται μέσ’ από τη δική του, και ο συγγραφέας μας επικαλείται την οπτική τού Ιβάν Ίλλιτς (ιδίως στο πρώτο άρθρο) για να διεισδύσει κριτικά στην παρούσα πραγματικότητα. Διότι η προφητική ματιά τού Ιβάν Ίλλιτς διέβλεψε με ακρίβεια που ελάχιστοι πέτυχαν στην εποχή του —στην εποχή μας— την ολέθρια δυναμική τού καπιταλιστικού πολιτισμού τής σύγχρονης Δύσης (που γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς παγκόσμιος, άλλωστε). Ανυπέρβλητος κριτικός των σύγχρονων θεσμών και των συνοδευτικών τους ιδεολογιών, της εκπαίδευσης, της ιατρικής, της τεχνολογίας, έδειξε σε όλο το μήκος τού έργου του πώς οι θεσμοί που γέννησε ο νεωτερικός ευρωπαϊκός πολιτισμός διαγράφουν μια μοιραία καμπύλη, υπηρετώντας μέχρις ένα σημείο ανάπτυξής τους τούς σκοπούς χάριν των οποίων σχεδιάστηκαν, αλλ’ από το κρίσιμο αυτό σημείο και πέρα γίνονται ευθέως αντιπαραγωγικοί – τα σχολεία παράγουν αμάθεια, η ιατρική παράγει αρρώστια, η επικοινωνία παράγει απομόνωση, οι συγκοινωνίες καθυστέρηση, κ.ο.κ. Θερμός υποστηρικτής ενός ριζοσπαστικού κοινοτισμού, διάλεξε να ζήσει με ιθαγενικές κοινότητες και να διδαχθεί από τις βιοτικές τους δεξιότητες, επεξεργαζόμενος μερικές από τις πιο ριζοσπαστικές προτάσεις για έναν συνολικό αναπροσανατολισμό τού πολιτισμού. Ειδικότερα η κριτική που άσκησε ο Ίλλιτς στη δυτική ιατρική, στις κοινωνικές και πολιτικές της λειτουργίες αλλά και στον ίδιον της τον τεχνοεπιστημονικό πυρήνα, είναι μία από τις σφοδρότερες που έχουν γραφτεί ποτέ2 και δικαίως ο Cayley προσφεύγει στα επιχειρήματά του σαν οδηγό στην αναμέτρηση με το υγειονομικά σκηνοθετημένο «τελετουργικό κρίσης» που καλούμαστε σήμερα ν’ αντιμετωπίσουμε.

Μία παρατήρηση μόνο, αν μου επιτρέπεται εδώ. Ο Cayley, προφανώς λόγω των δικών του ιδεολογικών συγγενειών, υπερτονίζει, κατά τη γνώμη μου άσκοπα, τον χριστιανικό πυρήνα τής σκέψης τού Ίλλιτς. Γράφει, για παράδειγμα: «Ο “νέος τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα” που αντικατοπτριζόταν στον προσανατολισμό τής βιοϊατρικής ισοδυναμούσε, σύμφωνα με τον Ίλλιτς, μ’ “ένα νέο στάδιο θρησκευτικότητας”. Χρησιμοποίησε τη λέξη θρησκευτικότητα με ευρεία έννοια για ν’ αναφερθεί σε κάτι βαθύτερο και πιο διάχυτο από την επίσημη ή θεσμική θρησκεία. Η θρησκευτικότητα είναι το έδαφος στο οποίο στεκόμαστε, η αίσθησή μας για το πώς και γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι, ο ίδιος ο ορίζοντας μέσα στον οποίον διαμορφώνεται το νόημα. Για τον Ίλλιτς, η δημιουργημένη ή η δεδομένη φύση τού κόσμου ήταν το θεμέλιο όλης τής ευαισθησίας του. Αυτό που είδε να έρχεται ήταν μια θρησκευτικότητα απόλυτης ενδοκοσμικότητας, κατά την οποία ο κόσμος είναι αιτία τού εαυτού του και δεν υπάρχει πηγή νοήματος ή τάξης έξω απ’ αυτόν – “ένας κόσμος”, όπως έλεγε, “στα χέρια του ανθρώπου”. Το ύψιστο αγαθό σ’ έναν τέτοιο κόσμο είναι η ζωή, και πρωταρχικό καθήκον των ανθρώπων είναι η διατήρηση και η προαγωγή τής ζωής. Αυτή όμως δεν είναι η ζωή για την οποία γίνεται λόγος στη Βίβλο —η ζωή που πηγάζει απ’ τον Θεό—, είναι περισσότερο ένας πόρος που οι άνθρωποι κατέχουν και οφείλουν να διαχειρίζονται […] Πίστευε ότι η αποκάλυψη στην οποία ρίζωνε είχε πλέον αλλοιωθεί – η υπόσχεση ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν που δίνει ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη μεταμορφώθηκε σε μια ανθρώπινη ηγεμονία τόσο ολοκληρωμένη και τόσο κλειστοφοβική ώστε τίποτα έξω από το σύστημα δεν μπορεί να το διαταράξει. Θεωρούσε ότι η ιατρική ξεπέρασε τόσο πολύ το κατώφλι στο οποίο μπορούσε να απαλύνει και να εξισορροπεί την ανθρώπινη συνθήκη που απειλούσε τώρα να εξαλείψει εντελώς αυτή τη συνθήκη» (σελ. 53-56  passim).

Είναι αλήθεια ότι η σκέψη τού Ιβάν Ίλλιτς είχε θεολογικές αφετηρίες, είναι γνωστό άλλωστε ότι ο ίδιος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως Καθολικός ιερωμένος (αλλά σοφά ποιών αποσχηματίστηκε…). Ο Ίλλιτς ωστόσο δεν ήταν αφελής στοχαστής· το μήνυμά του ήταν ριζικά οικουμενικό και ήξερε πολύ καλά ότι οποιαδήποτε ιδιοπολιτισμική του αγκύρωση θα μπορούσε μόνο να στομώσει την αιχμή του υπονομεύοντας την απεύθυνση σε όσους δεν συμμερίζονταν τις αξιωματικές του προϋποθέσεις. Η «δημιουργημένη φύση» για τη λήθη τής οποίας μιλάει (αυτό στο οποίο ο μεγάλος γερμανός θρησκειολόγος Rudolf Otto αναφέρεται με τον όρο Kreaturgefühl) επιδέχεται πολλές ερμηνείες και όχι κατ’ ανάγκη αυτήν ενός υπερβατικού «δημιουργού»: περιγράφει πρωτίστως το αίσθημα περατότητας ενός όντος που αναγνωρίζει ότι δεν είναι κύριος του σύμπαντος ή της φύσης και ότι περιέχεται από κάτι ευρύτερο και μεγαλύτερο του εαυτού του το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να εξαντλήσει γνωστικά.3 Αυτό είναι εκ πρώτης όψεως συμβατό τόσο με μια μονοθεϊστική ερμηνεία τής Δημιουργίας όσο και με μια πανθεϊστική σύλληψη της Φύσης – αλλά μόνο η δεύτερη μπορεί να διεκδικήσει εκείνη την οικουμενικότητα στην οποίαν αποσκοπεί η διδαχή τού Ίλλιτς, που αυτοακυρώνεται ευθύς μόλις υπαχθεί σε μια δογματική «Αποκάλυψης».

Αυτού ειπωθέντος, τα κείμενα του David Cayley φωτίζουν πολύπλευρα τη βιοπολιτική διαχείριση της «πανδημίας» και ανοίγουν τη συζήτηση σε όλα τα κρίσιμα και αλληλοδιαπλεκόμενα επίπεδα που συνθέτουν την πρωτοφανή απειλή απέναντι στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή αφοπλισμένη η ανθρωπότητα: απειλή όχι βέβαια υγειονομική αλλά πολιτική —το «κράτος υγειονομικής ασφάλειας» για το οποίο εύγλωττα μιλάει—, συγκρίσιμη όχι απλώς με τις πιο σκληρές δικτατορίες που έχει γνωρίζει η ανθρωπότητα αλλά με την πολύ πιο δυσοίωνη απειλή των ολοκληρωτισμών που εμφανίστηκαν πριν από τα μέσα τού εικοστού αιώνα. Σχολιάζει το παιχνίδι τής μαζικής παραπλάνησης, τις «σκηνοθεσίες πραγματικότητας» που στήνονται από τον τερατώδη μηχανισμό τον ΜΜΕ με αδιανόητες δυνατότητες επιρροής αλλά κι εξοστρακισμού οιασδήποτε κριτικής γνώμης· την επικίνδυνη συμμαχία τής πολιτικής με την ιατρική εξουσία, αλλά επίσης το ύπουλο στρατήγημα μιας πολιτικής διαχείρισης η οποία επιλέγει το είδος τής επιστήμης που θα χρίσει ως έγκυρο για να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων η ίδια στο όνομά του· συζητάει την απάτη των τεστ και των εμβολίων, την μεθοδευμένη εμφύσηση του φόβου, τις ολέθριες συνέπειες των επιβεβλημένων αποκλεισμών —καραντίνες, μασκοφορίες, «κοινωνική αποστασιοποίηση», κτλ.— σε οικονομικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο, μέχρι τον έσχατο παραλογισμό τής πρόκλησης μεγαλύτερου αριθμού θανάτων από εκείνον τον οποίον υποτίθεται πως τα μέτρα αυτά σχεδιάστηκαν για ν’ αποτρέψουν· θίγει ακόμα τη φύση και τον ρόλο τής ιατρικής που στις κοινωνίες μας έχει επενδυθεί την άλω θρησκευτικής αυθεντίας, και ακόμη βαθύτερα τη μετάλλαξη των νοοτροπιών απέναντι στη ζωή και τον θάνατο, το σώμα και τη διαχείρισή του, που μοιάζουν με πραξικόπημα απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη φύση και απειλούν με κυριολεκτική εξαφάνιση του ανθρώπου. Εκείνο που δεν κάνει, και ορθά, είναι να υποδείξει τεχνικούς τρόπους «αποτελεσματικότερης» αντιμετώπισης – το πώς θα πρέπει να είναι ένα ορθά σχεδιασμένο σύστημα υγείας, ποιες θα ήταν οι πιο πρόσφορες και λιγότερο δαπανηρές θεραπείες, κ.ο.κ. Όχι διότι αυτά είναι ασήμαντα ζητήματα, αλλά επειδή ακριβώς τέτοιου είδους προβληματισμοί είναι το τέχνασμα που χρησιμοποιείται για ν’ αποσπάσει την προσοχή μας από το αληθινά κρίσιμο: για να τω με λόγια που δεν είναι ακριβώς του Cayley, την ολοκληρωτική μετάλλαξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, και τον στρατηγικό ρόλο που καλείται να παίξει σε αυτήν η ιατρική επιστήμη. Κι αυτό είναι το ζήτημα στο οποίο θα ήθελα προσωπικά να επιμείνω.

Δεδομένου του κατάφωρα πολιτικού χαρακτήρα των όσων συμβαίνουν στον κόσμο τον τελευταίο χρόνο, ένα από τα πιο δυσεξήγητα μυστήρια είναι η στάση παντού τής πολιτικής Αριστεράς. Όπως ωραία θυμίζει ο Cayley: «Οι όροι Αριστερά και Δεξιά γεννήθηκαν στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση του 1789, όταν οι φίλοι τής Επανάστασης κάθισαν στ’ αριστερά τού προεδρείου και οι υποστηρικτές τού βασιλιά στα δεξιά. Με τον καιρό εξελίχτηκαν σε σημαίνοντα της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του κράτους και της αγοράς, ανάλογα με το ποιος κυριαρχούσε ως διανεμητής των πόρων και τόπος τής λήψης αποφάσεων για την κοινωνία. Σήμερα είναι λεκτικοί ζουρλομανδύες και δεσμά τής κοινωνικής φαντασίας. Όπως ο μυθικός Προκρούστης, που τεμάχιζε ή τέντωνε τους φιλοξενούμενούς του προκειμένου να τους προσαρμόσει στο κρεβάτι που είχε διαθέσιμο, περισσότερο παραμορφώνουν παρά περιγράφουν την κατάστασή μας. Η πανδημία το έκανε ολοφάνερο. Είναι ευαπόδεικτο ότι το λοκντάουν και η διακοπή λειτουργίας τής οικονομίας εφαρμόστηκαν εις βάρος εκείνων που είχαν τη μικρότερη δυνατότητα να αυτοπροστατευτούν. Κάποιοι πρώην μεγιστάνες επλήγησαν επίσης, βέβαια —οι αεροπορικές επιχειρήσεις, τα ταξιδιωτικά γραφεία και τα όμοια αποδεκατίστηκαν σε όλο το φάσμα τους—, αλλά γενικά η αλήθεια είναι ότι οι φτωχότεροι και πιο ευάλωτοι πλήρωσαν βαρύτερο τίμημα από τους ισχυρότερους και ευπορότερους […] Οι μικρές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, ενώ οι μεγάλες εταιρείες αντέχουν· οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι οδηγήθηκαν στα ναρκωτικά, στην έλλειψη στέγης και στην αυτοκτονία, ενώ οι καλοβαλμένοι, με τα ωραία σπίτια, το μόνο που έπαθαν ήταν η υπερβολική συνύπαρξη. Εφόσον η Αριστερά φαινομενικά μιλά εξ ονόματος των λιγότερο προνομιούχων, θα περίμενε κανείς η αντίθεση στο λοκντάουν να γίνει ένα ζήτημα της Αριστεράς, αλλ’ αυτό που έγινε ήταν δυστυχώς το αντίστροφο. Η κριτική προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τη Δεξιά, και μόνο οι γενναιότεροι αριστεροί, όπως η Σουνέτρα Γκούπτα, τόλμησαν να συνταχτούν μαζί τους» (σελ. 100-102).

Εδώ χρειάζεται μάλλον μια μικρή διόρθωση. Η διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς δεν είναι η διαφορά «της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του κράτους και της αγοράς»· αυτή είναι μάλλον η διαφορά μεταξύ αστικού ρεπουμπλικανισμού και φιλελευθερισμού, και μια τέτοια ερμηνεία των όρων «αριστερά» και «δεξιά» απηχεί μόνο τη διαστρέβλωση των σημασιών η οποία χαρακτηρίζει τη βορειοαμερικανική αντίληψη της πολιτικής (που επεκτείνεται περισσότερο ή λιγότερο σε όλον τον αγγλόφωνο κόσμο). Το αν βέβαια στο μεγαλύτερο μέρος τής —ευρωπαϊκής και αμερικανικής— Δύσης ο όρος «αριστερά» έχει φτάσει να σημαίνει αυτό ακριβώς, είναι μόνο σημάδι τού ιστορικού παροπλισμού τής Αριστεράς, της αδυναμίας της να φανταστεί και ν’ αγωνιστεί για μια ριζική ανατροπή τού καπιταλισμού, για ισοκατανομή του πλούτου και της ισχύος, για ριζική αυτοδιαχείριση της εργασίας και —σε τελευταία ανάλυση— την άρση τής διάκρισης κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Δεν χρειάζεται να επιμείνω περισσότερο, αλλά πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι όταν μιλάμε γι’ «αριστερά» πρέπει να διακρίνουμε την απλώς περιγραφική (με τους όρους τού τί παρουσιάζεται σήμερα ως Αριστερά) από την κανονιστική έννοια του όρου (το τί όφειλε να είναι, σύμφωνα με την καταγωγική σύσταση της έννοιάς της, η Αριστερά)· και, αν χρειαστεί, να αντιδιαστείλουμε τη μία έννοια στην άλλη.

Το ότι η παγκόσμια Αριστερά σήμερα υπολείπεται της έννοιάς της έχει προ πολλού γίνει αποκαρδιωτικά ορατό· όμως ποτέ ίσως δεν έφτασε σε τέτοιο όριο προδοσίας και αυτοεξευτελισμού όσο αυτή η «μασκοφορούσα αριστερά» που είδαμε να πλειοδοτεί σε υγειονομική νομιμοφροσύνη, να στηρίζει τους κυβερνώντες υποτιθέμενους αντιπάλους της και να γίνεται διευκολυντικός μοχλός μιας καπιταλιστικής μεταμόρφωσης που αναμένεται μόνο να την εξαφανίσει οριστικά από το πολιτικό σκηνικό – μαζί με την ίδια την πολιτική σφαίρα, όπως τη γνωρίζαμε και η οποία υπήρξε λίκνο και όρος δυνατότητας για τη σύσταση μιας «αριστεράς». Θα μπορούσε κανείς εδώ να μιλήσει για απορρόφηση των καπιταλιστικών αξιών τής παραγωγικής ανάπτυξης, για συναίνεση στις ποσοτικές μετρήσεις τής ευημερίας (οικονομικοί δείκτες τύπου ΑΕΠ κτλ.), για φετιχιστική λατρεία της τεχνοεπιστήμης, και δεν είμαστε ασφαλώς οι πρώτοι που έχουν ασκήσει μια τέτοια κριτική… Έχει ωστόσο ενδιαφέρον το πόσο διορατικά και με πόση ακρίβεια είχε επισημάνει το πρόβλημα ο Ιβάν Ίλλιτς, σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα, σε σχέση ακριβώς με το ζήτημα της ιατρικής και της υγειονομικής διαχείρισης. Στην Ιατρική νέμεση έγραφε:

Τα πολιτικά κόμματα μετατρέπουν την επιθυμία των ανθρώπων να είναι υγιείς σε απαιτήσεις για ισότητα στην προσπέλαση σε ιατρικές διευκολύνσεις. Δεν αμφισβητούν συνήθως τα αγαθά που παράγει το ιατρικό σύστημα, αλλά επιμένουν ότι οι εκλογείς τους έχουν δικαίωμα σε όλα όσα παράγονται για τους προνομιούχους […] Πάνω απ’ όλα, η υγεία ορίζει την έκταση της αυτονομίας, μέσα στην οποία ένα άνθρωπος ασκεί έλεγχο πάνω στις βιολογικές του καταστάσεις και πάνω στις συνθήκες τού άμεσου περιβάλλοντός του. Με την έννοια αυτή, η υγεία ταυτίζεται με τον βαθμό τής ελευθερίας που βιώνουμε  […] Πέρ’ από ένα επίπεδο έντασης, η υγειονομική περίθαλψη, όσο δίκαια κι αν κατανέμεται, θα ισοπεδώσει την υγεία σαν ελευθερία.4

Δεν μπορούσε να ειπωθεί με ευστοχότερο τρόπο. Αυτή η τυφλή εμμονή στην κοινωνική ανακατανομή χωρίς τη βασική διερώτηση του τί εκείνο που ανακατανέμεται, το δόλωμα που μετέτρεψε τις εργαζόμενες τάξεις σε μελαγχολική απομίμηση των ελίτ τις οποίες εποφθαλμιούσαν, ανήγαγε σε «δικαίωμα» τα ίδια τους τα δεσμά και σε «παροχή» ένα πλέγμα ιατρικών υπηρεσιών που περιέσφιγγε ήδη ασφυκτικά την αυτοδιαχείριση της ανθρώπινης ζωής – αντί για μια εγρήγορη κριτική των ιατρικών ιδεολογιών που θα εξέθετε τις πολιτικές σημασίες οι οποίες είναι ενθηκευμένες στα επιστημολογικά τους θεμέλια…5 Είναι η ίδια αυτή Αριστερά που βλέπουμε σήμερα, στο έσχατο όριο της εξαθλίωσής της, να ζητάει «εμβόλια για τον λαό», να πιέζει γι’ ακόμη σκληρότερα μέτρα αποκλεισμού και να λοιδορεί ως «συνομωσιολόγους» και «ακροδεξιούς» όσους πασχίζουν απεγνωσμένα να δουν πίσω από το σκηνικό τής κακοστημένης απάτης.

Είναι μια ύπουλη στρατηγική που βασίζεται στη διαστροφή των σημασιών – όπως ακριβώς           συμβαίνει όταν βαφτίζονται οι αντιτιθέμενοι στην πολιτική τού Ισραήλ «αντισημίτες»… Είναι αλήθεια ότι απ’ ορισμένους κύκλους αντιστεκόμενων στην πολιτική τού εγκλεισμού και στο βασανιστήριο της καταναγκαστικής μασκοφορίας —και είναι αλήθεια ότι μεγάλο μέρους τους προέρχεται από μερίδες τής Δεξιάς, επειδή ακριβώς η Αριστερά έχει συνθηκολογήσει με τόσο ελεεινό τρόπο— ακούγονται κατά καιρούς φαντασιώδη και απιθανολογικά σενάρια… Ωστόσο, το έχω ξαναπεί, αυτά δεν είναι παρά η κατοπτρική εικόνα τού παραλογισμού τού επίσημου αφηγήματος, γιατί το να εξωθείς κάποιον στην παράνοια προκειμένου να τον καταγγείλεις εν συνεχεία ως παρανοϊκό, και να νομιμοποιήσεις έτσι οιοδήποτε είδος θεσμικής βίας εις βάρος του, είναι το ανατριχιαστικό μάθημα που έχουν διδαχθεί οι πολιτικές εξουσίες από την ίδια την ψυχιατρική, και το έχουν μεθοδεύσει εκτεταμένα άλλωστε σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Όπως ο κλινικά παρανοϊκός διαισθάνεται με ασυνήθιστη οξυδέρκεια το ψέμα που επικρατεί στον οικογενειακό του περίγυρο, αλλά μη έχοντας τα δεδομένα για να ανασυνθέσει την πραγματικότητα καταφεύγει σε ad hoc ερμηνείες που μπορούν εύκολα ν’ απαξιωθούν οδηγώντας σε περαιτέρω θυματοποίησή του, τηρουμένων των αναλογιών ένας κόσμος που νιώθει ότι εμπαίζεται προσπαθεί να συστήσει τουλάχιστον μια λογικοφανή εξήγηση των πραγμάτων, η οποία ελλείψει πληροφορίας ή έστω της απαραίτητης διανοητικής εκλέπτυνσης χάνει την ίδια τη αίσθηση της πραγματικότητας που έχει ούτως ή άλλως υπονομευθεί εκ προοιμίου, και αυτό με τη σειρά του χρησιμοποιείται θριαμβολογικά ως επικύρωση του θεσμικού λόγου.

Γι’ αυτό ακριβώς καθήκον τής κριτικά ανθιστάμενης διανόησης είναι να δώσει στον κόσμο μια έλλογη εξήγηση αυτού που συμβαίνει, να συγκροτήσει ένα πειστικό, ορθολογικό και συνεκτικό αντι-αφήγημα ικανό να διαλύσει τη ρητορική τής σύγχυσης. Ένα τέτοιο αφήγημα θεωρώ ότι πρέπει να συνδέσει μεταξύ τους πολλές διαφορετικές όψεις τής παρούσας πραγματικότητας, καθώς και ολόκληρη την αλληλουχία των ιστορικών βημάτων που οδηγούν με απαρέγκλιτη εσωτερική λογική ως εδώ. Θα πρέπει, για να το πω προγραμματικά, να συνδέσει τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό με τον βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό, σαν μια ενιαία διαδικασία ιστορικής μεταμόρφωσης του καπιταλισμού τής οποίας γινόμαστε μάρτυρες στη μετάβαση του αιώνα.

Χρειάζεται να ξεκινήσουμε τουλάχιστον από τη δεκαετία τού ’70 και από την κρίσιμη αλλαγή μοντέλου τού καπιταλισμού που σημειώθηκε στη διάρκειά της: τη μετάβαση από τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό τού μεταπολέμου με κύριο γνώρισμα τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις τού κράτους στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού διπολισμού και της κούρσας των εξοπλισμών, σε αυτό που τότε ονόμασαν, ελλείψει ακριβέστερου όρου, «νεοφιλελευθερισμό». Σηματοδότησε μια συντριπτική κεφαλαιοκρατική αντεπίθεση που συνυφάνθηκε με  την καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων και με τον στραγγαλισμό των μαζικών κοινωνικών κινημάτων τής προηγούμενης δεκαετίας. Είχε ως έρεισμα μία μείζονα τεχνολογική καινοτομία: την γενίκευση του αυτοματισμού, που αχρήστευσε ένα μεγάλο μέρος ανθρώπινης εργασίας και καταδίκασε μια διαρκώς αυξανόμενη μερίδα τού πληθυσμού σε κοινωνικό αποκλεισμό και περιθωριοποίηση. Είχε όμως και μία άλλη συνέπεια, ακόμη πιο ανησυχητική: τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων ελέγχου πέρ’ από τοπικούς περιορισμούς και σύνορα, σε βαθμούς και με όρους πρωτοφανείς στην ιστορία τής ανθρωπότητας.

Η πρόσκαιρη νίκη τού κεφαλαίου ωστόσο προσέκρουσε γρήγορα σ’ ένα νέο, φαινομενικώς ανυπέρβατο αδιέξοδο: η μαζική ανεργία και η ραγδαία επεκτεινόμενη αποπτώχευση των καταναλωτικών στρωμάτων έκανε όλο και πιο δύσκολη τη διάθεση της παραγωγής και την υλοποίηση της υπεραξίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια κρίση υπερπαραγωγής (και υπερσυσσώρευσης) που έγινε αισθητή σαν «οικονομική κρίση» ήδη στα τέλη τής δεκαετίας τού ’80. Η λύση που επινοήθηκε, με τη βοήθεια και των δυνατοτήτων που έδινε η τεχνολογία τού αυτοματισμού, ήταν μια αποχαλίνωση των εικονικών ροών κεφαλαίου – που στην πράξη σημαίνει κυριαρχία τού χρηματοοικονομικού επί του παραγωγικού κεφαλαίου, ή δανεισμός από το μέλλον για να συντηρηθούν τα κολοσσιαία κέρδη τού παρόντος (τα οποία δεν μπορούσαν να παραχθούν πλέον από την «πραγματική» οικονομία). Το νέο αυτό μοντέλο ολοκληρώθηκε ακριβώς τότε, γύρω στα τέλη τής δεκαετίας τού ’80, και είναι αυτό που ορθότερα λέμε χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.6

Ήταν μια λύση χειρότερη από το πρόβλημα που επιστρατεύθηκε για να λύσει, κι έμελλε να εμπλέξει την παγκόσμια κοινωνία σε ένα σπιράλ ανακυκλούμενων κρίσεων με αποκορύφωμα  τον «σεισμό» τού 2008 (κι εντεύθεν). Σε όλη αυτή την πορεία, οι δύο διαδικασίες που απέρρευσαν από την εφαρμογή τού αυτοματισμού πήραν μιαν ανεξέλεγκτη δυναμική: από τη μία πλευρά, οι αλληλοτροφοδοτούμενοι μηχανισμοί τής ανεργίας και του χρέους καταπόντισαν κοινωνικές τάξεις και έθνη με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση αυξανόμενου πλούτου σε μια όλο και μικρότερη κορυφή τής κοινωνικής πυραμίδας παράλληλα με μια γεωμετρική διεύρυνση του πλεονάζοντος πληθυσμού· από την άλλη, η ακατάσχετη αλυσίδα των τεχνολογικών εξελίξεων τέθηκε στην υπηρεσία ενός όλο και πιο αποπνικτικού ελέγχου για την αποτροπή μιας αναμενόμενης υπό τέτοιες συνθήκες μαζικής έκρηξης. Οι λεγόμενες τεχνολογίες αιχμής —η πληροφορική, η γενετική μηχανική, η ρομποτική, η νανοτεχνολογία— αποβλέπουν οπωσδήποτε σε στρατιωτικά και εμπορικά οφέλη, αλλά η πρώτιστη χρησιμότητά τους είναι πέραν αυτών: έγιναν τα υπερόπλα στα χέρια μιας ανενδοίαστης κεφαλαιοκρατικής ελίτ για τη μετατροπή τής παγκόσμιας κοινωνίας σε αόρατο και ασφυκτικά επιτηρούμενο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Δύσκολα μπορεί να υπερτιμήσει κανείς τον ρόλο τής τεχνοεπιστήμης σε όλη αυτή τη διαδικασία· μιας τεχνοεπιστήμης στην υπηρεσία τής πολιτικής διαχείρισης, που η πρώτη εκτεταμένη δοκιμή της έγινε ακριβώς από το προδρομικές μορφές των ολοκληρωτισμών τού μεσοπολέμου. Δεν χρειάζεται να επιμείνω εδώ στην εσωτερική σχέση καπιταλισμού-ολοκληρωτισμού, στο ότι δηλαδή ο ολοκληρωτισμός συνιστά αναγκαία και αναπότρεπτη απόληξη του καπιταλισμού —τη γεροντική του αρρώστια, σαν να λέμε— αν η εγγενής του δυναμική αφεθεί ανεμπόδιστη, διότι χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί σχετικά… Θα επισημάνω μόνον ότι ένα από τα αναγνωριστικά γνωρίσματα του ολοκληρωτισμού, σε όλες του τις μορφές, είναι η συγχώνευση κράτους, στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος και τεχνολογικού τομέα – ό,τι αποκαλούμε τεχνικοποίηση της πολιτικής. Η καταγγελία τού σύγχρονου καπιταλισμού ως ολοκληρωτικού, που ακούγεται απ’ όλο και περισσότερα στόματα σήμερα, δεν είναι ούτε μεταφορά ούτε ρητορική υπερβολή: ακτινογραφεί μάλλον την ουσιώδη του φύση.

Σε αυτή την πολιτική λειτουργία που επωμίστηκε η τεχνοεπιστήμη έναν εξέχοντα ρόλο έπαιξε από την πρώτη στιγμή η ιατρική. Η γιγάντια επιχείρηση  καταστολής που συνόδευσε τις παραπάνω εξελίξεις είχε ως έναν από τους στρατηγικούς της πυλώνες την αυξανόμενη ιατρικοποίηση της ζωής. Σταθμοί στην εξέλιξη αυτής της στρατηγικής πρέπει να θεωρηθούν τρία επεισόδια, πιστεύω. Το πρώτο ήταν ο παγκόσμιος πανικός τού AIDS και η ιδεολογική του διαχείριση ακριβώς στα μέσα τής δεκαετίας τού ’80. «AIDS» ονομάστηκε το σύνδρομο επίκτητης νοσολογικής ανεπάρκειας που οφειλόταν στη δράση του ιού HIV ο οποίος απομονώθηκε στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο ίδιος ο ιός αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο φονικός όσο θέλησαν να τον παρουσιάσουν· η καταστροφική δράση του είχε ως υπέδαφος μάλλον μια προηγούμενη νοσολογική αποδυνάμωση, επί της οποίας δρούσε πολλαπλασιαστικά οδηγώντας στον θάνατο, όχι από τον ίδιο τον ιό αλλ’ από τις παρεμπίπτουσες λοιμώξεις λόγω της ανοσοανεπάρκειας. Σε όποιον βαθμό το AIDS ήταν πραγματικό ιατρικό πρόβλημα, η αιτία του πρέπει ν’ αναζητηθεί πολύ περισσότερο σε αυτή τη διάχυτη ανοσολογική αποδυνάμωση· αλλά η συλλογιστική αυτή δεν ακολουθήθηκε από την ιατρική κοινότητα, διότι θα οδηγούσε στον αληθινό ένοχο, που ήταν ακριβώς οι εφαρμογές τής καθιερωμένης ιατρικής, οι οποίες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά επέβαλαν την αυξανόμενη χρήση αντιβιοτικών και άλλων δραστικών χημικών προϊόντων με αποτέλεσμα μιαν αληθινή οικολογική καταστροφή στο ανθρώπινο βιοσύστημα.

Η διάσωση της ιατρικής από της ευθύνες της, και μάλιστα η επανενίσχυση των εξουσιών της, ήταν μόνο ένας από τους σκοπούς τής στρατηγικής που επιλέχθηκε· ο άλλος ήταν ακριβώς οι ευκαιρίες που έδινε το AIDS για ιδεολογικές χρήσεις. Ενώ πρόκειται για αιματογενώς μεταδιδόμενη νόσο, ακόμα σήμερα οι παγκόσμιοι επιστημονικοί οργανισμοί επιμένουν να το ονομάζουν «σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα» και η σύνδεσή του με την ομοφυλοφιλία ειδικώς, και με τη σεξουαλική ελευθεριότητα γενικότερα, έγινε από την πρώτη στιγμή ένας ισχυρός στερεότυπος στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Δόθηκε με τον τρόπο αυτό ένα θανάσιμο πλήγμα στη σεξουαλική επανάσταση τής δεκαετίας τού ’60 αλλά και σε όλες τις εύθραυστες ελευθερίες που κατακτήθηκαν μαζί της, επαναφέροντας στο μαντρί τής «κανονικότητας» όλους όσους ανέλαβαν τη διακινδύνευση να εξερευνήσουν τί υπάρχει «έξω». Ήταν κυρίως αυτό το «έξω» που έπρεπε να φραχθεί αποφασιστικά, και μόνο το φόβητρο του υγειονομικού κινδύνου μπορούσε να είναι δραστικό απαγορευτικό μέσον εκεί όπου οι παραδοσιακές θρησκευτικές εντολές είχαν χάσει την αξιοπιστία τους και η άμεση καταστολή αντέβαινε στη φιλελεύθερη δικαιωματική ρητορική που εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη στις κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες ως αυτονομιμοποιητικό μέσον.

Το δεύτερο τέτοιο επεισόδιο-σταθμός ήταν η εκστρατεία κατά του καπνίσματος που ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ στα μέσα περίπου τής δεκαετίας τού ’90 και μέχρι το 2008 είχε τυλίξει στο δίχτυ της ουσιαστικά την παγκόσμια επικράτεια. Παρότι πολλοί διαμαρτύρονται για έναν τέτοιον συσχετισμό, δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι η καλλιεργημένη αντικαπνιστική παράνοια ήταν το πρώτο σε τέτοια κλίμακα —και δυστυχώς επιτυχημένο— πείραμα υγειονομικής πειθάρχησης του παγκόσμιου πληθυσμού με τεράστιες συμβολικές και πραγματικές επιπτώσεις. Διότι, πρώτον, αν ανασχεδιάσουμε τις ροές που ακολούθησε η επιβολή τής καπνοαπαγόρευσης σε μια υδρόγειο σφαίρα θα έχουμε ένα ακριβές διάγραμμα της προέλασης αυτού που καλούμε παγκοσμιοποίηση, με την έννοια της ηγεμονικής επιβολής, οικονομικού, στρατιωτικού και πολιτικού χαρακτήρα, από λίγα ισχυρά μητροπολιτικά κέντρα στο σύνολο των εξαρτημένων κρατών και λαών τού πλανήτη. Και δεύτερον, μαρτυρεί αδιάψευστα πόσο αποτελεσματικός αγωγός καταναγκασμού, και λείανσης των κοινωνικών αντιστάσεων, έχει αποβεί στις ημέρες μας το υγειονομικό επιχείρημα ως μέσον εσωτερικευμένου ελέγχου.

Όποιος αφελώς πιστεύει ότι κίνητρο αυτής της απίστευτα επιθετικής εκστρατείας ήταν ένα αληθινό μέλημα για τη δημόσια υγεία, θα πρέπει να αναρωτηθεί: γιατί τέτοιοι κυβερνητικοί κύκλοι οι οποίοι την επέβαλαν και την επιβάλλουν με σταυροφορικό πάθος, αγορασμένοι οι ίδιοι από τις πολυεθνικές των επικοινωνιών, της ενέργειας, των φαρμάκων, των όπλων, ανησυχούν ξαφνικά τόσο για την υγεία των πολιτών – τους οποίους δεν έχουν κανέναν κατά τα άλλα ενδοιασμό να δηλητηριάζουν μαζικά με χημικά και πυρηνικά απόβλητα, με πλαστικές τροφές και μεταλλαγμένα, με την καταστροφή τού κλίματος χάριν τής μεγιστοποίησης του κέρδους, με την αποψίλωση των δασών, την ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εδαφών και θαλάσσιων δρυμών, την επικερδή παραγωγή και διακίνηση των αληθινών ναρκωτικών, ή να τους αφανίζουν στυγνά με μαζικές «δοκιμές» προϊόντων τής πολεμικής βιομηχανίας; Στοιχειώδης κοινή λογική επιβάλλει να σκεφτούμε πως πίσω από το ρητορικό προπέτασμα κρύβονται άλλου είδους λόγοι, και αυτοί είναι κατά πρώτον λόγο, όπως συμβαίνει συνήθως, οικονομικοί: το ότι οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες —δομικός πυλώνας των εθνικών οικονομιών τα μεταπολεμικά χρόνια και υπερεθνικοί κολοσσοί εσχάτως με νευραλγική θέση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα— έκριναν βάσει στατιστικών (παραμορφωτικά επιλεκτικών όπως κάθε στατιστική, βέβαια) πως οι καπνιστές είναι λιγότερο κερδοφόροι πελάτες επειδή εμφανίζονται περισσότερο ευπρόσβλητοι σε ορισμένες κατηγορίες νοσημάτων. Η καπνοαπαγόρευση είναι προϊόν τής αναγωγής ολόκληρου του πληθυσμού σε δυνητικό target group των ασφαλιστικών γιγάντων, και προφανώς δεν είναι τυχαία η χρονική σύμπτωση της επιβολής της με την ωρίμαση αυτού που ονομάσαμε χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.

Όλο αυτό πρέπει να εννοηθεί ως παράδειγμα της εμπορευματικής διαχείρισης του προϊόντος «υγεία», προφανώς, αλλά ο ζήλος και η βιαιότητα τής εφαρμογής του μαρτυρεί μια υπερεπένδυση συμφέροντος που δεν περιορίζεται στο στενά οικονομικό πεδίο: είναι ακριβώς η απαίτηση να εμπεδωθεί ο τεχνοπολιτικός προγραμματισμός και διαχείριση όλων των πτυχών τής κοινωνικής ζωής και, ακόμη πιο πέρα, η εξάρτηση του ίδιου τού ανθρώπινου σώματος και των λειτουργιών του από εξωτερικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Όσο πιο πολλές οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί τόσο μεγαλύτερος ο φόβος και η αυθόρμητη τάση συμμόρφωσης των ανθρώπων, και όσο βαθύτερα εσωτερικεύεται η συμμόρφωση δια του φόβου τόσο ευκολότερο γίνεται το έργο τής διακυβέρνησης – προς οιαδήποτε κατεύθυνση, όπως οι μεταπολεμικές «δημοκρατίες» διδάχθηκαν από τους προηγηθέντες ολοκληρωτισμούς.

Μέσ’ από τον δρόμο αυτό φτάσαμε στα ανήκουστα γεγονότα τού 2020. Η εμφάνιση ενός νέου ιού γρίπης τής οικογένειας SARS (SARS-CoV-2 ή «Covid») αναγγέλθηκε, με μια σκηνοθεσία που υπερβαίνει τις πιο απιθανολογικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ως η μεγαλύτερη υγειονομική απειλή που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η ανθρωπότητα· πράγμα που οδήγησε σε έναν παγκόσμιο συναγερμό, ενορχηστρωμένο από τις ισχυρότερες κυβερνήσεις τού πλανήτη και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με πολιτικές που ήταν αδύνατο να διανοηθούμε έστω κι έναν χρόνο νωρίτερα: κατάρρευση όλων σχεδόν των συνταγματικών εγγυήσεων και των κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων τα οποία δεν έχουν παραβιαστεί σε τέτοιον βαθμό ούτε υπό συνθήκες αληθινής πολιορκίας, ενώ η κατασκευή μιας εικονικής πραγματικότητας από τα διεθνή MME, σε συνδυασμό με ερασιτεχνικά χαλκευμένες στατιστικές από κρατικούς φορείς και με τη συνεργασία «προθύμων» επιτροπών επιστημόνων, πήρε διαστάσεις συστηματικά καλλιεργημένης παράκρουσης. Εξίσου αδιανόητοι ήταν οι μηχανισμοί εκφοβισμού, συκοφάντησης και δίωξης κάθε αντίθετης γνώμης προς το προβαλλόμενο αφήγημα ενώ το επιβεβλημένο «πάγωμα» της κοινωνικής ζωής προκάλεσε μια οικονομική σφαγή των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων που δεν έχουμε δει ούτε σε περιόδους παγκοσμίου πολέμου. Μοιάζει αληθινά, κατά τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στο παρελθόν, με την επιβολή μιας παγκόσμιας δικτατορίας.

Τί ακριβώς είναι αυτό που συνέβη; Ένας εύλογος τρόπος αναζήτησης είναι να δούμε ποιος κέρδισε και κερδίζει από αυτό το παγκόσμιο σοκ. Ξέρουμε ότι αυτή ακριβώς την περίοδο εκτινάχθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη τα κέρδη πρωτίστως του καρτέλ των εταιρειών λογισμικού —βασικά πέντε ψηφιακών πολυεθνικών γιγάντων: Amazon, Google, Facebook, Αpple και Microsoft— και ακολούθως των φαρμακευτικών κολοσσών. Από την άλλη πλευρά, το κύριο συντονιστικό όργανο των υγειονομικών πολιτικών σε διεθνή κλίμακα ήταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), που ιδρύθηκε τυπικά το 1948 ως εξειδικευμένη υπηρεσία τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) με έδρα τη Γενεύη. Ποια είναι η σχέση, άραγε, μεταξύ του τελευταίου και του καρτέλ πληροφορικής και λογισμικού; Ο πιο ορατός κρίκος είναι ο ιδιοκτήτης τής Microsoft, ο άνθρωπος που ελέγχει φανερά τον ΠΟΥ μέσω «δωρεών» με τις οποίες εξαγοράζει την υπαγόρευση πολιτικών, και μέσω του σημερινού προέδρου τού Οργανισμού, του Τέντρος Α. Γκερμπρεγιέσους. Ο τελευταίος, την περίοδο 2005-2016 χρημάτισε διαδοχικά Υπουργός Υγείας και Εξωτερικών στο διεφθαρμένο καθεστώς τού Μελές Ζανάουι στην Αιθιοπία (που σηματοδότησε την αποκήρυξη του «μαρξισμού» και την πρόσδεση της χώρας στο αμερικανικό άρμα), κι εν συνεχεία υπηρέτησε ως διευθυντής τού αφρικανικού παρατήματος του Ιδρύματος Γκαίητς (που καθόρισε τις αμφιλεγόμενες πολιτικές του για το AIDS στην Αφρική), για ν’ «αμειφθεί» εντέλει με τον διορισμό του στην τρέχουσα θέση. Το ότι είναι επίσης άνθρωπος της απολύτου εγκρίσεως της Κίνας αντανακλά τη σύγκλιση των δύο άτυπων παγκόσμιων μπλοκ σε ό,τι αφορά τους βιοπολιτικούς σχεδιασμούς και τον διεθνή βιοκυβερνητικό έλεγχο – το ότι, όπως έχει δηκτικά παρατηρηθεί, η Κίνα εξάγει αυτή τη στιγμή αυταρχισμό και μοντέλα ολοκληρωτικού ελέγχου στη Δύση. Αλλά και η μετάλλαξη του ΠΟΥ δεν είναι ένα αιφνίδιο συμβάν: ήδη από τη θητεία τής προηγούμενης προέδρου του, της δρ. Μάργκαρετ Τσαν (2006-2017) η οποία είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως αποτυχημένη Γενική Διευθύντρια Υγιεινής στην κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ (1994-2003), ο Οργανισμός είχε ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αναστείλει οιαδήποτε δράση του που διατηρούσε κάποιο κοινωνικό πρόσημο. Από τις αρχές τού εικοστού πρώτου αιώνα ο ΠΟΥ λειτουργεί σαν ένα ακόμη όργανο της επιδιωκόμενης παγκόσμιας διακυβέρνησης του κεφαλαίου, παράλληλα και συμπληρωματικά με θεσμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, κ.ο.κ.

Ο ρόλος τής ιατρικής σε έναν τέτοιον σχεδιασμό είναι προφανής σε πολλά επίπεδα, αλλά πουθενά ίσως τόσο άμεσα αισθητός όσο στην πολιτική των εμβολιασμών, η οποία τούτη τη στιγμή βρίσκεται στο αποκορύφωμα της προπαγάνδισής της, και δη με πρωτοδοκιμαζόμενα εμβόλια της γενετικής τεχνολογίας m-RNA. Αθρόα στοιχεία που έρχονται στο φως δείχνουν ότι αυτοί δεν είναι καινούργιοι σχεδιασμοί, είχαν ήδη συζητηθεί από τους ίδιους κύκλους σε προηγούμενες επιδημίες κοινής γρίπης («προσομοιώσεις πανδημίας» από το 2010),7 αλλά ήταν προφανές ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς μια κολοσσιαία επιχείρηση τρομοκράτησης του παγκόσμιου πληθυσμού η οποία, με τη σειρά της, προϋπέθετε έναν βαθμό ισχύος τού τεχνοπολιτικού ελέγχου και των διεθνών μηχανισμών δημοσιότητας που όλα δείχνουν ότι τώρα μόλις αρχίζει να κατακτάται. Αποτέλεσμα ήταν αυτό το πρωτόγνωρης κλίμακας πείραμα ολοκληρωτισμού που ζήσαμε και ζούμε. Ο τρόμος των «επερχόμενων πανδημιών» τις οποίες αγγέλλουν οι προφήτες τής εξαπάτησης είναι  προφανές ότι έχει στόχο τη δια βίου εξάρτηση όλων μας από τα επιθετικότερα προϊόντα τής φαρμακοβιομηχανίας, που είναι η συνδυασμένη εφαρμογή τής φαρμακευτικής, της βιοτεχνολογίας και της πληροφορικής, τα νέα εμβόλια – ζητώντας μας τίποτα λιγότερο από το να εκχωρήσουμε τις φυσικές μας λειτουργίες ανοσολογικής προφύλαξης σε έναν εξωτερικό μηχανισμό τον οποίον ελέγχουν γιατροί-βαθμοφόροι τού κράτους.

Μια φιγούρα προερχόμενη από τους ίδιους αυτούς κύκλους τής συμμαχίας τού διεθνούς χρηματοοικονομικού κεφαλαίου με τα καρτέλ τής πληροφορικής και των φαρμάκων, που χρηματοδοτούν από τα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα των ισχυρότερων χωρών μέχρι τον ΠΟΥ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο δυσώνυμος κος Κλάους Σβαμπ, αχρήστευσε έναν μεγάλο όγκο τρέχουσας «συνομωσιολογίας»  εκφράζοντας απερίφραστα τις επιδιώξεις τους στο βιβλίο του Η μεγάλη επανεκκίνηση (ενν. του καπιταλισμού) που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι τού 2020 μεσούσης της κρίσης.8 Αν διαβάζουμε σωστά, σε αυτές  περιλαμβάνονται η καθιέρωση των γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων ώστε να εξαρτάται διατροφικά ο πλανήτης από λίγους πολυεθνικούς γίγαντες που δραστηριοποιούνται στη βιοτεχνολογία· η καθιέρωση των γενετικών φαρμάκων και fast track εμβολίων μαζί με την κάρτα υγείας και το μητρώο ετήσιων εμβολιασμών για κάθε πολίτη· η καθιέρωση του ψηφιακού χρήματος με κατάργηση των μετρητών που σημαίνει εξάρτηση και έλεγχο όλων των κινήσεων κάποιου, των συναλλαγών, των κοινωνικών συμπεριφορών και της ίδιας του της διαβίωσης, από το τραπεζικό σύστημα και τους πολιτικούς του προϊσταμένους· η ρομποτοποίηση της παραγωγής που θα κάνει περιττό πάνω από το μισό τού πληθυσμού τής γης, το οποίο θα πρέπει ν’ αποκλειστεί εφεξής από τον δημόσιο βίο – πιθανώς με την ένταξη σε πτωχευτικούς κώδικες οι οποίοι θα ανανεώνονται συνεχώς και με την παροχή κάποιου ελαχίστου Εγγυημένου Βασικού Εισοδήματος υπό όρους πολλαπλών περιορισμών…

Δεν ταυτίζονται βέβαια τα συμφέροντα όλων των μερίδων τής διεθνούς κεφαλαιοκρατικής ελίτ. Σε ό,τι αφορά τις υγειονομικές στρατηγικές που δοκιμάζονται σήμερα διακρίνεται ήδη ένας άξονας αντιπαράθεσης: όχι βέβαια Δύσης-Κίνας (και Ανατολικής Ασίας) όπως κάποιοι θέλησαν να πιστέψουν, αλλά μάλλον του καρτέλ των υδρογονανθράκων και της ενέργειας, από τη μία πλευρά, και του καρτέλ τής πληροφορικής/βιοκυβερνητικής, από την άλλη. Επειδή τα συμφέροντα του πρώτου είναι που θίγονται κυρίως από τις πολιτικές τού εγκλεισμού, συγκροτεί έναν πόλο «εσωτερικής» αντίδρασης μέσα στο παγκόσμιο σύστημα, πράγμα που εξηγεί —μεταξύ άλλων— την αντίσταση κάποιων ακροδεξιών ηγετών ή κυβερνήσεων στα επιβαλλόμενα μέτρα. Είναι αυτό που διαφεύγει απ’ όσους επιχειρούν να ταυτίσουν υστερόβουλα τις κοινωνικές αντιστάσεις με την πολιτική των τελευταίων – αλλά και απ’ όσους αυτοπεριστέλλουν ενοχικά την εναντίωσή τους από φόβο μήπως και ταυτιστούν με τη «δεξιά». Το έχω επίσης ξαναπεί, αν κάποιες τακτικές θέσεις συγκλίνουν εν τις πράγμασιν δεν σημαίνει ότι προκύπτουν από την ίδια συλλογιστική ούτε συνεπώς ότι έχουν το ίδιο νόημα. Το ότι το διεθνές τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται να κλίνει αποφασιστικά προς την συμμαχία με το καρτέλ τής πληροφορικής/βιοκυβερνητικής, που ολοφάνερα έχει αυτή τη στιγμή την πρωτοβουλία κινήσεων, δείχνει καθαρά ποιος πρέπει να στοχοθετηθεί άμεσα ως κύριος αντίπαλος των λαϊκών συμφερόντων· και μόνο μια μετωπική, αποφασισμένη και ανυποχώρητη λαϊκή αντεπίθεση μπορεί ν’ αποτρέψει, πριν να είναι πολύ αργά, την ολοκληρωτική μεταμόρφωση του πλανήτη σε μιαν ανθρώπινη έρημο. 

        

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Expanding Prison (Anansi Press: Τορόντο 1998)· Puppet Uprising (CBC Radio Canada: Τορόντο 2003)· The Rivers North of the Future: The Testament of Ivan Illich (Anansi Press: Τορόντο 2005)· Ideas on the Nature of Science (Goose Lane Edition: Τορόντο 2009). Για τα δύο άρθρα που περιέχονται εδώ, βλ. David Cayley, “Questions about the current pandemic from the point of view of Ivan Illich”, ανάρτηση της 8ης Απριλίου 2020 (την οποίαν αμέσως αναδημοσίευσε ο Giorgio Agamben στο Quodlibet)· και “Pandemic Revelation”, ανάρτηση της 4ης Δεκεμβρίου 2020.  

2. Ivan Illich, Ιατρική νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος 2010 [1975]).  Για μερικά βιβλία-σταθμούς στη σκέψη τού Ιβάν Ίλλιτς, βλ. επίσης Κοινωνία χωρίς σχολεία, μετ. Β. Αντωνόπουλος - Β. Ποταμιάνος (Βέργος: Αθήνα 1976 [1971])· Για τις ανάγκες τού ανθρώπου σήμερα, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος 1999 [1978])· Ενέργεια και ισοτιμία, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος 2019 [1973]). 

3. Για μια εκτενέστερη συζήτηση αυτής της έννοιας, βλ. το δοκίμιό μου «Ο Rudolf Otto, το καντιανό Υψηλό, και η έννοια του ιερού έναντι της ιστορίας», στο Φώτης Τερζάκης, Μελέτες για το Ιερό (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1997).

4. Illich, Η απαλλοτρίωση της υγείας, ό.π., σελ. 306, 311 passim (υπογράμμιση δική μου).  

5. Γι’ αυτό το μεγάλο κι ελάχιστα αναδεδειγμένο ζήτημα, βλ. τη συζήτηση που επιχειρώ στο Φώτης Τερζάκης, Ιατρική - Πολιτική: μια ανθρωπολογική-φιλοσοφική ματιά στις αντιμαχόμενες θεραπευτικές προσεγγίσεις τον σύγχρονο κόσμο (Αλήστου Μνήμης – υπό έκδοσιν).

6. Για μιαν προσπάθεια να φωτιστούν κάποιες κρίσιμες όψεις αυτού του μοντέλου και της δυναμικής που το δημιούργησε, βλ. «Μεταμορφώσεις τής εργασίας και παρούσες προοπτικές» Ι-ΙΙ, και «Το ψεύδος τής οικονομίας και η τρίτη διατύπωση της καντιανής προσταγής» στο Φώτης Τερζάκης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή τού 21ου αιώνα (futura: Αθήνα 2009)· επίσης, Φώτης Τερζάκης & Νίκος Προγούλης, Η ανάδυση της εικόνα τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (Α/συνέχεια: Αθήνα 2017).

7. Για την παρουσίαση μερικών αποκαλυπτικών, και αδιαμφισβήτητα τεκμηριωμένων, στοιχείων, βλ. τη συνέντευξη της Νέλλης Ψαρρού και του Ιωάννη Λαζάρου στο δικτυακό κανάλι e-roi με τον Άρη Λαμπρόπουλο: https://youtu.be/gJZL3LjsPlE.

8. Klaus Schwab & Thierry Malleret, Covid-19: The Great Reset (Forum Publishing: Νέα Υόρκη 2020).