Μια στρωματογραφία της ανθρώπινης ψυχής. Παρουσίαση του έργου τού Stanislav Groff

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του ’60 ονόμασαν «ψυχεδελική κουλτούρα», πέρ’ από τις ποικίλες αισθητικές της απολήξεις (ή και προϋποθέσεις), ήταν προπαντός μια επανάσταση στην κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης, με όλα τα σκιερά βάθη της: επανάσταση της οποίας το βάρος είναι δύσκολο να συλλάβει όποιος δεν είχε κάποια προσωπική εμπλοκή και της οποίας οι απηχήσεις είναι ακόμα αισθητές σ’ ένα πλήθος από ερευνητικά πεδία, από την ανθρωπολογική κατανόηση της θρησκείας και των τελετουργικών πρακτικών μέχρι την ψυχιατρική και τις λεγόμενες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές στις κοινωνίες μας. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο αυτό πεδίο, οι εξελίξεις υπήρξαν δραματικές: γύρω στο 1960, ως γνωστόν, η ενασχόληση ψυχιάτρων και ψυχοθεραπευτών με τη μεσκαλίνη και με το LSD-25 άρχισε να καρποφορεί φέρνοντας ελεγχόμενα στην επιφάνεια στρώματα αρχαϊκά τής εμπειρίας απρόσιτα σε οποιαδήποτε άλλη μορφή θεραπείας, τα οποία όχι μόνο απαιτούσαν νέες έννοιες προκειμένου να γίνουν κατανοητά αλλά κι έκαναν τα υπάρχοντα ψυχοδυναμικά μοντέλα να μοιάζουν απελπιστικά ανεπαρκή.

Οι πλέον εξοπλισμένοι θεωρητικά για να υποδεχθούν τέτοιου τύπου εμπειρίες στάθηκαν, όπως εκ των υστέρων μπορούμε να διαπιστώσουμε, οι βρετανοί «αντιψυχίατροι»  ––ο Ronald D. Laing και ο David G. Cooper–– οι οποίοι ανοίχτηκαν στις ιδιόμορφες αυτές βιωματικές εξερευνήσεις έχοντας αφομοιώσει την ιστορική εμπειρία της ψυχανάλυσης σε συνδυασμό με μια οξεία πολιτική ευαισθησία· επίσης, έχοντας ισχυρές διανοητικές ρίζες στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση, και κυρίως στη φαινομενολογία την οποία οδήγησαν σε ορισμένες από τις πιο ριζικές της αναδιατυπώσεις.2 Πέραν αυτών όμως, δεδομένου ότι το έργο τους από ένα σημείο και πέρα υπερβαίνει κατά πολύ το στενά εννοούμενο ως θεραπευτικό πεδίο, υπήρξαν πολλοί επαγγελματίες θεραπευτές οι οποίοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη δυναμική των βαθιών αναβιώσεων που ήταν σε θέση να προκαλούν οι συναφείς ουσίες, και βεβαίως να δημιουργήσουν έννοιες γι’ αυτές τις καινούργιες πρακτικές. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οπωσδήποτε ένας έλληνας γιατρός από την Αίγυπτο, ο Θάνος Καυκαλίδης, ο χιλιανός ψυχίατρος Claudio Naranjo και ο τσεχικής καταγωγής Stanislav Grof. Το έργο τού τελευταίου έχω τη χαρά να παρουσιάζω για πρώτη φορά στην Ελλάδα σήμερα, ενόσω ο ίδιος παραμένει ενεργός και με αξιοσημείωτη θεραπευτική και διδακτική δραστηριότητα στις ΗΠΑ.

Γεννημένος το 1931 στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, ο Stanislav Grof ανακηρύχθηκε διδάκτωρ ιατρικής από την Τσεχοσλοβακική Ακαδημία Επιστημών και στη δεκαετία του ’60, ως νεαρός ψυχίατρος, έλαβε μέρος σε μία από τις πρώτες κλινικές έρευνες των ψυχοενεργών φαρμάκων υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Ψυχιατρικών Ερευνών της Πράγας. Το 1967 δέχθηκε μια πρόσκληση ως ερευνητικός υπότροφος στο Πανεπιστήμιο John Hopkins τη Βαλτιμόρης όπου, μετά από δύο χρόνια υποτροφίας, κατόρθωσε να λάβει άδεια μόνιμης παραμονής στις ΗΠΑ και να συνεχίσει την έρευνά του στο Κέντρο Ψυχιατρικής Έρευνας του Μαίρυλαντ καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα μια θέση επίκουρου καθηγητή ψυχιατρικής στο John Hopkins. Το 1973 εντάχθηκε στο μόνιμο ερευνητικό προσωπικό του Ινστιτούτου Esalen στο Μπιγκ Σουρ της Καλιφόρνια, όπου και έζησε ως το 1987. Το πειραματικό πρόγραμμα με το οποίο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στις ΗΠΑ ήταν μία από τις τελευταίες κλινικές έρευνες με ελεγχόμενη χρήση LSD σε καρκινοπαθείς ασθενείς τελευταίου σταδίου. Εκεί διαμόρφωσε και τις αποφαστικές ενοράσεις οι οποίες επρόκειτο να σφραγίσουν το έργο του. Μετά το 1975, όταν η χρήση του LSD ήταν πλέον αυστηρά απαγορευμένη για οιονδήποτε σκοπό στις ΗΠΑ, και ουσιαστικά σε ολόκληρο τον κόσμο, μαζί με την σύζυγό του Christina ανέπτυξαν μία τεχνική η οποία ήταν σε θέση να προκαλεί παρόμοιες βιωματικές αντιδράσεις χωρίς φαρμακολογική παρέμβαση, τις οποίες μπορούσαν να χειριστούν όπως ακριβώς και τις συνεδρίες με LSD. Ονόμασαν αυτή την τεχνική «ολοτροπική αναπνοή»: στηριζόταν σε έναν συνδυασμό ελεγχόμενης επιτάχυνσης της αναπνοής, αισθητηριακού κατακλυσμού με μουσική και επιλεκτικής κατά περίσταση εργασίας με το σώμα. Σήμερα ο Stanislav Grof είναι καθηγητής ψυχολογίας στο Ινστιτούτο Ολιστικών Ερευνών της Καλιφόρνια, γράφει βιβλία, διευθύνει εκπαιδευτικά σεμινάρια για επαγγελματίες της ολοτροπικής αναπνοής και της υπερατομικής ψυχολογίας (Grof Transpersonal Training) και δίνει διαλέξεις και σεμινάρια σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το πρώτο κλειδί για να καταλάβει κάποιος την προσέγγιση τού Stanislav Grof είναι η αποσαφήνιση του όρου «ολοτροπικό». Όποιος εργάζεται με ψυχότροπα φάρμακα έχει να αντιμετωπίσει διαρκώς καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης. Αλλοιώσεις της συνείδησης όμως δεν προκύπτουν μόνο υπό φαρμακολογική επίδραση αλλά και από έναν μεγάλο αριθμό άλλων αιτίων: εγκεφαλικά τραύματα, τοξίνωση με δηλητηριώδη χημικά, μολυσματική μετάδοση, εκφυλιστικές και κυκλοφοριακές παθήσεις του εγκεφάλου, αυθόρμητα ψυχωσικά επεισόδια... Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προκύπτει κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «ασυνήθιστες καταστάσεις συνείδησης», χωρίς να έχουν ωστόσο όλες την ίδια μορφή και σημασία. Οι περισσότερες απ’ αυτές οδηγούν σε εμφανή ψυχοπνευματική σύγχυση, εξασθένιση των νοητικών λειτουργιών και καταστροφή κάθε αίσθησης ατομικής ταυτότητας ενώ κατά κανόνα, εάν η βλάβη δεν αποδειχθεί μόνιμη, ακολουθούνται από πλήρη ή μερική αμνησία των συγκεκριμένων εμπειριών. Υπάρχει ωστόσο μία κατηγορία τέτοιων ασυνήθιστων καταστάσεων της συνείδησης που δεν εκδηλώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά· απεναντίας χαρακτηρίζεται από μιαν απεριόριστη αίσθηση διεύρυνσης της ταυτότητας, όξυνση της αισθητηριακής δεκτικότητας και των ψυχοπνευματικών λειτουργιών, ενώ καταγράφεται ολοκληρωμένα στη μνήμη και είναι δυνατό να ανακληθεί μετά το τέλος τής συγκεκριμένης εμπειρίας. Σε αυτή την κατηγορία εμπειριών εντάσσεται ένα σημαντικό ποσοστό των αποκαλούμενων «ψυχωσικών κρίσεων», επίσης όμως η ιδιάζουσα κατάσταση συνείδησης την οποία προκαλεί μια ορισμένη ομάδα ψυχοενεργών φυτών – ψιλοκυβίνη, μεσκαλίνη, ιβογκαΐνη και τρυπταμίνες (και βεβαίως το συνθετικά παρασκευαζόμενο LSD). Είναι εντυπωσιακό ότι η συμβατική ψυχιατρική δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να κάνει ποτέ διάκριση μεταξύ αυτών των τόσο οφθαλμοφανώς διακριτών εμπειριών, και με αυτό το πρόβλημα βρέθηκαν εκ των πραγμάτων αντιμέτωποι όλοι ανεξαιρέτως όσοι πειραματίστηκαν στις ημέρες μας με ψυχότροπες ουσίες. Ο Stanislav και η Christina Grof επινόησαν γι’ αυτού του είδους τις εμπειρίες το όνομα ολοτροπικές καταστάσεις συνείδησης (Ηolotropic States of Conciousness, από τις ελληνικές λέξεις όλος + τρέπειν), που υποβάλλει την ιδέα μιας «ολοποίησης» της συνείδησης η οποία υπερβαίνει αυτό που στην καθημερινή επίγνωση ταυτίζουμε με ό,τι αποκαλούμε «εαυτό» και με τα στενά όρια του σωματικού μας «εγώ».

Από τη στιγμή που έχουμε μια σαφή και διακριτή έννοια γι’ αυτό το πράγμα, εκ προοιμίου διαπιστώνει κάποιος την ομοιότητα που παρουσιάζουν τέτοιες εμπειρίες με μία ολόκληρη άλλη κατηγορία καταστάσεων της συνείδησης οι οποίες προσωρινά έμειναν έξω από τα φάσμα της προσοχής μας: τις λεγόμενες θρησκευτικές, μυστικές ή εκστατικές εμπειρίες από τις οποίες πράγματι, αν δούμε έτσι τα πράγματα, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να διακρίνει πειστικά κάποιες εμπειρίες οι οποίες στον δικό μας πολιτισμό θεωρούνται ως «ψυχωσικές» ή «φαρμακολογικές»… Αν δούμε έτσι τα πράγματα: αυτό σημαίνει βεβαίως μια κρίσιμη μεθοδολογική επιλογή, που αν ο Stanislav Grof δεν νιώθει αναγκαίο να θεματοποιήσει ρητά εδώ, είναι επειδή, σε μια μακρά και ειδική παράδοση αντιμετώπισης των ψυχοπαθολογιών και της κλινικής πρακτικής, μας έχει ήδη εξοικειώσει μ’ αυτήν η ψυχανάλυση. Πρόκειται με άλλα λόγια για τη λεγόμενη ψυχοδυναμική προσέγγιση η οποία, χάρη στο έργο του Φρόυντ αρχικά και στη συμβολή ορισμένων υπαρξιακών/φαινομενολογικών ρευμάτων αργότερα, διέρρηξε τους δεσμούς με το θετικό ιατρικό μοντέλο της ακαδημαϊκής ψυχιατρικής και προσπάθησε να αρθρώσει μια ιδιάζουσα γλώσσα για τα φαινόμενα της εμπειρίας. Το όνειρο, αυτό το προνομιακό πεδίο του ψυχαναλυτικού εστιασμού, μπορούμε επίσης να πούμε ότι ανήκει στην ίδια βιωματική κατηγορία με τις «θρησκευτικές» ή «ψυχωσικές» ή «φαρμακολογικές» εμπειρίες τις οποίες, όπως είδαμε παραπάνω, ο Grof τείνει να ονομάζει ολοτροπικές… Θα έλεγε λοιπόν κάποιος ότι ο όρος «ολοτροπικό» υπονοεί εκείνο τον ολικό, απαρτιωτικό, μη χωριστικό τρόπο συνείδησης στον οποίον συμπεριέχονται συνειδητό και ασυνείδητο, εαυτός και περίγυρος, ανθρώπινες και προ-ανθρώπινες καταστάσεις της εμπειρίας (θυμόμαστε ήδη ότι ο Jung είχε έναν όρο για να περιγράψει κάτι ανάλογο: το Ταυτόν).

Εν πάση περιπτώσει, όλη αυτή η κατηγορία εμπειριών είναι το πραγματικό αντικείμενο της ενασχόλησης του Stanislav Grof (πράγμα που κατοπτρίζεται στην ευκολία με την οποίαν άλλαξε ως εργαλείο τα ψυχεδελικά με την τεχνική της ολοτροπικής αναπνοής) – εμπειριών οι οποίες, όπως δείχνει η κλινική πρακτική του, έχουν ένα πλούσιο θεραπευτικό και μεταμορφωτικό δυναμικό. Γιατί;  Εδώ λοιπόν είναι δυνατό να σταθμίσουμε με ακρίβεια εκείνο που τον συνδέει κι εκείνο που τον οδηγεί πέρ’ από τα όρια της φροϋδικής ψυχανάλυσης. Η πραγματική καινοτομία της ψυχανάλυσης δεν ήταν ––εις πείσμα των απανταχού λακανικών–– η επικέντρωση στον λόγο per se αλλά η επινόηση ενός θεραπευτικού μοντέλου το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως εκφραστικό/αναβιωτικό: το θεραπευτικό συμβάν δεν συνίσταται πλέον σε μία μηχανικού τύπου παρέμβαση σ’ ένα αδρανές υλικό (κατά τον κανόνα της δυτικής ιατρικής που επιβλήθηκε τον δέκατο έβδομο αιώνα), αλλά στη δυνατότητα να επανεκφραστεί ενεργητικά μία κατά κάποιον τρόπο «παγωμένη», ανεσταλμένη τραυματική εμπειρία, στη μορφή μιας ολοκληρωμένης αναβίωσης που έχει συνήθως τον χαρακτήρα βαθιάς και επώδυνης παλινδρόμησης σε προγενέστερα στάδια της ψυχικής ιστορίας του ατόμου. Όπως ορθά επισημαίνει ο Grof, οι πρώτες ψυχαναλυτικές συνεδρίες με τη χρήση της ύπνωσης είχαν ακριβώς τον χαρακτήρα μιας ολοτροπικής επαναφοράς μέσ’ από την οποία μπορούσαν να διαδραματιστούν κρίσιμες αναβιώσεις – και είναι το στοιχείο που παραμένει ενεργό, πρέπει να προσθέσουμε, στις πιο επιτυχημένες μορφές μεταβίβασης· σταδιακά όμως οι λογοκεντρικές άμυνες του Φρόυντ συρρίκνωσαν την εμβέλεια αυτής της δυναμικής, πράγμα που περιορίζει εξ ορισμού το βάθος στο οποίο μπορεί να φτάσει μια τυπική ψυχαναλυτική συνεδρία. Ακόμα κι έτσι, όσα πραγματικά θεραπευτικά αποτελέσματα μπορεί να πετύχει μια ψυχανάλυση οφείλονται ακριβώς στις εμπειρίες παλινδόμησης που είναι σε θέση να υποκινήσει. Η δεσμευτική στήριξη όμως στο λεκτικό μέσον δεν επιτρέπει αυτές οι παλινδρομήσεις να προχωρήσουν πολυ πίσω από το στρώμα της ψυχικής ζωής που διέπεται από τη γλώσσα: σαν να λέμε, πριν από τα πρώτα χρόνια της νηπιακής ζωής και από το πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων που συγκροτούν το ήδη κοινωνικοποιημένο «εγώ».

Η επιλογή της γλώσσας ως προνομιακού εργαλείου της ψυχανάλυσης καθόρισε, όπως είμαστε εκ των υστέρων σε θέση να δούμε, τόσο το μεταψυχολογικό μοντέλο που κατασκεύασε ο Φρόυντ για την κατανόηση της ψυχικής ζωής όσο και το πεδίο ισχύος τής θεραπευτικής του μεθόδου. Είναι κοινό μυστικό ότι η ψυχανάλυση έχει τα θεαματικότερα αποτελέσματά της στην περιοχή των νευρώσεων ––και μάλλον ενός ορισμένου τύπου νευρώσεων–– ενώ ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης έχει σε περιοχές θεωρούμενες ως κατεξοχήν «ψυχωσικές»... Ο ενδιάμεσος χώρος των οριακών ψυχοπαθολογιών θεωρείται ότι καλύπτεται με κάποια επάρκεια απ’ ορισμένες μεταφροϋδικές, περισσότερο ή λιγότερο υπαρξιακά προσανατολισμένες μορφές ψυχοθεραπείας (περιλαμβανομένων των κλαϊνικών σχολών ψυχανάλυσης) που φτάνουν ως την προ-λεκτική περιοχή των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα. Ο Φρόυντ, εν πάση περιπτώσει, κατασκεύασε ένα αναπτυξιακό μοντέλο της ψυχικής ζωής που βασίζεται σε τρία στάδια απαρτίωσης της επιθυμίας (στοματικό-πρωκτικό-φαλλικό/γενετήσιο) και ανιχνεύει την ιστορία των ψυχοπαθολογιών σε τραυματισμούς και συνακόλουθες απωθήσεις που εγγράφονται στη δυναμική καθενός από αυτά τα στάδια. Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι, όσον αφορά τη σωματοποίηση των απωθήσεων και την ανάγκη για κάποιου τύπου παρέμβαση η οποία δεν θα περιορίζεται από τη γλώσσα αλλά θα επιτρέπει ολοκληρωμένες σωματικές-συγκινησιακές αναβιώσεις, μια κρίσιμη διόρθωση στην φροϋδική πρακτική έχει προσφέρει ο Wilhelm Reich, του οποίου το διορατικό έργο αποκλείστηκε νωρίς, για διάφορους λόγους, από την ψυχαναλυτική «ορθοδοξία».

Ο Stanislav Grof δεν αρνείται διόλου την αξία και την περιγραφική δύναμη του φροϋδικού μοντέλου, δείχνει όμως ότι υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα εμπειριών οι οποίες είναι αδύνατο να ερμηνευθούν αναφορικά με οποιοδήποτε από τα τρία κλασικά στάδια, ενώ επίσης, συχνά, τραυματικά επεισόδια τα οποία σχετίζονται εμφανώς με συμβάντα της παιδικής ηλικίας φαίνεται να προϋποθέτουν ένα ήδη μεγάλο φορτίο αγωνίας ή οδύνης που συνδυάζεται επιλεκτικά με τον νέο τραυματισμό δημιουργώντας το άλλως δυσανάλογο παθογόνο δυναμικό τους. Αυτό το φορτίο πρέπει λογικά να προέρχεται από περιστατικά που σχετίζονται με τη γέννηση ή και στάδια προγενέστερα της ίδιας τής γέννησης. Μέσα στο ψυχαναλυτικό στρατόπεδο ήταν ο Ferensci και ο Rank εκείνοι που πρώτοι μίλησαν για «τραύμα της γέννησης» μετατοπίζοντας δραματικά προς τα πίσω την αφετηρία της φροϋδικής σύλληψης, ωστόσο η δυνατότητα να μιλήσουμε για μορφές εμπειρίας προγενέστερες της γέννησης και της διαμορφώσεως του σωματικά χωριστού εαυτού φαινόταν χωρίς νόημα και, επιπλέον, υπήρχε ένα ταμπού ως προς αυτό γεννημένο από την ίδια την ακαδημαϊκή νευρολογία που ισχυριζόταν ότι ήταν αδύνατο να υπάρχει ενδομήτρια «συνείδηση». Ωστόσο η εμπειρία όσων πειραματίστηκαν με τα μείζονα ψυχότροπα και τις ολοτροπικές καταστάσεις συνείδησης καταρρίπτει αυτό ακριβώς το ταμπού: αναδύονται με πολύ πειστικό τρόπο εμπειρίες οι οποίες σχετίζονται με τα διάφορα στάδια της κύησης – και τα εντυπωσιακά θεραπευτικά αποτελέσματα που συνοδεύουν τέτοιες αναβιώσεις είναι ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της περιγραφικής τους ακρίβειας.

Ο κύριος όγκος του έργου τού Stanislav Grof επικεντρώνεται ακριβώς και ρίχνει άπλετο φως σε αυτή την περιοχή. Χρησιμοποιώντας έναν τεράστιο όγκο κλινικού υλικού που συσσώρευσε μέσα στα χρόνια, δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των παράδοξων και ακραίων εμπειριών που μπορεί να έχει κάποιος στη διάρκεια μιας ολοτροπικής συνεδρίας (με ψυχεδελικά ή με άλλο μέσον), γίνονται θαυμάσια κατανοητές και αποκτούν νόημα εάν διαβαστούν ως αναβιώσεις συγκεκριμένων σταδίων της ενδομήτριας ζωής και τραυματικών επεισοδίων σε αυτά ακριβώς τα στάδια. Παρά την πολυπλοκότητα της ανίστοιχης εικονοπλασίας, διέπονται από μιαν αυστηρή εσωτερική λογική που η ανάλυσή της επέτρεψε στον Grof να τις εντάξει σε τέσσερα διακριτά περιγεννητικά πρότυπα (Perinatal Matrix I-ΙΙ-ΙΙΙ-ΙV, είναι ο ακριβής όρος που χρησιμοποιεί): για να το πούμε όσο πιο περιληπτικά είναι δυνατόν, το πρώτο από αυτά αφορά το στάδιο της ενδομήτριας ενότητας και της συμβιωτικής κατάστασης του βρέφους με τη μητέρα· το δεύτερο αφορά το στάδιο που το έμβρυο έχει αρχίσει να υφίσταται τις συσπάσεις της μήτρας αλλά ο γεννητικός σωλήνας δεν είναι ακόμη ανοιχτός· το τρίτο αφορά τη διαδικασία εξώθησης μέσω του γεννητικού σωλήνα, και το τέταρτο ακριβώς τη γέννηση και την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με τα μεταγεννητικά στάδια του Φρόυντ, καθένα από αυτά έχει τη δική του δυναμική και τις ιδιάζουσες βιωματικές δυνατότητες, θετικές ή αρνητικές, οι οποίες υπό συνθήκες καθήλωσης επηρεάζουν τη διαμόρφωση αντίστοιχων ψυχοπαθολογιών.

Το πλέον προκλητικό και αμφιλεγόμενο κομμάτι της εργασίας τού Grof, όμως, αφορά έναν τύπο εμπειριών που ο πειραματιζόμενος με τις ολοτροπικές καταστάσεις θα συναντήσει ορισμένες φορές μπροστά του και οι οποίες δεν μπορούν να περικλειστούν ούτε καν στο περιγεννητικό μοντέλο. Πρόκεται για εμπειρίες οι οποίες μοιάζουν να έρχονται από έναν χώρο απολύτως προγενέστερο του ατομικού εαυτού, με οσοδήποτε ευρεία έννοια εννοημένου: εμπειρίες ταύτισης με πρόσωπα εντελώς ξένα, μακρινά στον χώρο και στον χρόνο· εμπειρίες ταύτισης με προ-ανθρώπινες μορφές όπως ζώα, φυτά, ανόργανα φαινόμενα ή ακόμη πιο ασαφείς και απροσδιόριστες φυσικές δυνάμεις· εμπειρίες που θα έμπαινε κάποιος στον πειρασμό να θεωρήσει ως προερχόμενες από προγενέστερες ζωές (για όσους τουλάχιστον συμμερίζονται την αρχαία ιδέα της μετενσάρκωσης) ενός ατόμου· εμπειρίες τέλος συμπαντικής ενότητας, γαλήνης, ευδαιμονίας που ορισμένες φορές εικονίζονται ως συνάντηση με συγκεκριμένες ––πολιτισμικά προσδιορισμένες–– θεϊκές φιγούρες... Οι εμπειρίες  αυτές συνιστούν έναν διακριτό βιωματικό κύκλο, προγενέστερον του περιγεννητικού, τον οποίον ο Grof ονομάζει προ(υπερ)ατομικό (transpersonal). Σε αυτό τον κύκλο εμπειριών μπορούν, όπως εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, να ενταχθούν ένα πλήθος φαινόμενα τα οποία συνήθως θεωρούνταν αρμοδιότητα της παραψυχολογίας. Από τις μείζονες ψυχολογικές θεωρίες, η μόνη που διέθετε κάποιες έννοιες για να καταλάβει αυτή την κατηγορία εμπειριών ήταν οπωσδήποτε η λεγόμενη ψυχολογία του βάθους τού Carl G. Jung, ειδικά υπό τις κατηγορίες του συλλογικού ασυνειδήτου και των αρχετύπων. Πράγματι, ο Grof θα προσφύγει συχνά στη γιουνγκιανή ψυχολογία για να δανειστεί ορισμένες ιδέες και ενοράσεις τις οποίες θα επανερμηνεύσει υπό το φως των δικών του κλινικών ευρημάτων – γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλοί αντιλαμβάνονται τον Grof ως νεο-γιουνγκιανό θεραπευτή… Αυτό δεν είναι εντελώς ανακριβές, πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψιν ότι ο Grof χρησιμοποιεί κριτικά τις γιουνγκιανές έννοιες, φέρνοντάς τες σε συνομιλία με ένα πολύ απτό και συγκεκριμένο εμπειρικό υλικό και δίνοντάς τους έναν δυναμικό και ιστορικό χαρακτήρα που συνήθως δεν έχουν στον ίδιον τον Jung. Πέραν αυτού, ο Grof είναι εξαιρετικά προσεκτικός στην ερμηνεία τέτοιων φαινομένων γνωρίζοντας ότι σε μια τόσο παρακινδυνευμένη περιοχή η ερμηνευτική κατάχρηση καραδοκεί σε κάθε βήμα. Κυρίως ενδιαφέρεται να διακρίνει την εμπειρία ως τέτοια από την ερμηνεία της (με ένστικτο γνήσιου φαινομενολόγου, θα έλεγε κανείς· κι ένα τυπικό παράδειγμα είναι ακριβώς οι λεγόμενες «εμπειρίες μετενσάρκωσης»): μολονότι ένα συγκεκριμένο βίωμα που αναδύεται οφείλουμε να το καταγράψουμε και να δεχθούμε την εγκυρότητα που του αναλογεί έστω και αν ακόμα δεν έχουμε κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο να το εντάξουμε, από την άλλη πλευρά πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι υπάρχουν πάντοτε περισσότερες της μιάς ερμηνευτικές δυνατότητες, θεωρητικά εξίσου έγκυρες, και η επιλογή μας υπόκειται συχνά σε προειλημμένες (πολιτισμικά υποβεβλημένες) αποφάσεις ή προκαταλήψεις. Εν πάση περιπτώσει, και δεδομένου του μη αποφασίσιμου χαρακτήρα των εξηγήσεων που μπορούμε να φανταστούμε για πολλά τέτοια βιωματικά γεγονότα, η κρισιμότερη συμβολή του Grof σε αυτό το πεδίο είναι ότι αίρει τον τεχνητό διαχωρισμό ορισμένων φαινομένων τα οποία συνήθως αποκαλούσαμε «παραψυχολογικά» και τα επανεντάσσει σε μια εξαιρετικά διευρυμένη και δυναμική ψυχολογική προοπτική.

Τώρα, αυτό το πολύπλοκο και δυναμικό μοντέλο των τριών κύκλων ή περιοχών της εμπειρίας (μεταγεννητική-περιγεννητική-προατομική) αρθρώνεται με βάση μια εσωτερική λογική η οποία μπορεί να αναγνωσθεί στην ίδια τη διαμόρφωση των παθολογιών και των συμπτωμάτων. Για παράδειγμα, ένα ορισμένο σύμπτωμα μπορεί να φέρει ένα συνδυασμένο δυναμικό και από τις τρεις περιοχές, ή μπορούμε να πούμε ότι μια τραυματική εμπειρία στη μία περιοχή δημιουργεί μια προδιάθεση συναφούς τραυματισμού στην επόμενη. Αυτός ο «ομοιοπαθητικός» συνδυασμός στοιχείων ή δυνατοτήτων από διαφορετικές περιοχές εμπειρίας συγκροτεί εκείνα ο Grof ονομάζει συστήματα συμπυκνωμένης εμπειρίας (COEX systems): ας πούμε, μια εξαιρετικά τραυματική πρόσληψη των γονεϊκών απειλών τιμωρίας στη νηπιακή ηλικία, μια «σαδιστική» μήτρα που προκαλεί αφόρητες πιέσεις και αισθήματα απόγνωσης στο έμβρυο, μια έμμονη φαντασίωση βασανιστικού θανάτου σε προγενέστερη ζωή ή αιώνιας καταδίκης την Ημέρα της Κρίσεως, αποτελούν ένα τυπικό σύστημα COEX που μοιάζει με επιλεκτικό συνδυασμό, ή με αμοιβαία «μετάφραση», στοιχείων από τους τρεις διακριτούς κύκλους της εμπειρίας. Με αυτή τη λογική ο Stanislav Grof θα ανασχεδιάσει το σύνολο του χάρτη των ατομικών και συλλογικών ψυχοπαθολογιών, καθώς και των μορφών «αυθόρμητης» θεραπείας ή καθοδηγούμενης θεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχει εδώ ένα πρόγραμμα αναθεώρησης ολόκληρης της σύγχρονης ψυχιατρικής θεωρίας, στις λεπτομέρειες του οποίου είναι αδύνατο βέβαια να μπω στα πλαίσια αυτού του σημειώματος. 

Η τελευταία όψη της συμβολής τού Stanislav Grof ξεφεύγει από το στενά εννοούμενο πεδίο της ψυχιατρικής ή της ψυχοθεραπείας και βλέπει σε έναν ευρύτερο ανθρωπολογικό χώρο. Η φύση των εμπειριών με τις οποίες τον έφερε σε επαφή η εργασία του έστρεψαν από νωρίς την προσοχή του σε φαινόμενα πνευματοληψίας και έκστασης από ποικίλους πολιτισμούς, σε όλη την κλίμακα του ιστορικού χρόνου και σε όλο το εύρος του γεωγραφικού χώρου. Σαμανισμός, διαβατήριες τελετές, θεσμοποιημένα Μυστήρια, μορφές πρακτικής άσκησης όπως η γιόγκα, ο σουφικός χορός, ο ησυχασμός, κλπ. αντιπροσωπεύουν όλα, όπως το διατυπώνει, «τεχνολογίες του ιερού» οι οποίες δεν έχουν άλλο σκοπό από την πρόκληση ακριβώς ολοτροπικών καταστάσεων συνείδησης. Παρά το διαφορετικό πλαίσιο χρήσης των εν λόγω τεχνολογιών σε διάφορες εποχές και κοινωνίες, φαίνεται ότι ο κύριος σκοπός τους ήταν παντού θεραπευτικός, σύμφωνα με την ίδια εσωτερική λογική της ολοτροπικής θεραπείας: δίνοντας οι κοινωνίες στα άτομα ένα τελετουργικό πλαίσιο για την αναβίωση βαθιών τραυματικών συμβάντων της προσωπικής και συλλογικής τους ιστορίας, καθιστούσαν ελεγχόμενη και ανεκτή την οδύνη μιας τέτοιας διαδικασίας επιτρέποντας έτσι την ομαλή επανένταξη του «αναγεννημένου» ––εδώ δεν είναι διόλου τυχαίος ο γεννητικός συμβολισμός— ατόμου στην πολιτισμική του μήτρα. Επέτρεπαν επιπλέον στα άτομα, μέσ’ από την ίδια αυτή διαδικασία, μια ουσιωδώς θεραπευτική ενόραση των βαθιών και αδιάσπαστων δεσμών τους με τον μη ανθρώπινο κόσμο (φύση) και με το σύμπαν. Μας δίνεται δηλαδή ένας ουσιώδης μεσολαβητικός κρίκος ανάμεσα στη θεραπευτική θεωρία και μία ανθρωπολογική θεωρία του ιερού,με σημείο διασταύρωσης τις λεγόμενες από τους ανθρωπολόγους διαβατήριες τελετές (rites de passage).3

 

  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου τού Stanislav Grof, Η ψυχολογία του μέλλοντος. Μαθήματα από τη σύγχρονη έρευνα της συνείδησης, μετ. Φώτης Τερζάκης (Αρχέτυπο: Θεσσαλονίκη 2001). Είναι η πρώτη  ––και μοναδική–– έκδοση του Grof στα ελληνικά. Για μια εν παρόδω αναφορά, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης γι’ αυτή την κατηγορία εμπειριών, βλ. το δοκίμιό μου, «Το απαγορευμένο ταξίδι», στο Φώτης Τερζάκης, Τα Ονόματα του Διονύσου. Προαναγγελίες μιας διαρκώς ματαιούμενης έλευσης (Οξύ: Αθήνα 2000), σελ. 81-110.

2. Για μια απόπειρα ιστορικής αποτίμησης αυτού του σημαντικού απελευθερωσιακού ρεύματος, που εστιάζεται τόσο στην ιδιάζουσα θεωρητική του εισφορά όσο και στις θεσμικές του επιπτώσεις, βλ. Το δοκίμιό μου «Η εποχή της αντιψυχιατρικής», στο Φώτης Τερζάκης, Τα Ονόματα του Διονύσου. Προαναγγελίες μιας διαρκώς ματαιούμενης έλευσης (Οξύ: Αθήνα 2000), σελ. 111-171.

3. Για την κλασική πλέον σήμερα μελέτη τού Arnold Van Gennep, βλ. The Rites of Passage. A classic study of cultural celebrations, αγγλ. μετ. Monika B. Vizedom & Gabrielle L.Caffee, εισαγ. Solon T. Kimball (The University of Chicago Press: Σικάγο 1960 [1908]).

 

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο περ. Άβατον, 23 (Μάρτιος-Απρίλιος 2002)]